Ces vers ont été reproduits par Klopstock ( Messiade , ch. XIV, v. 1247.) et par le Tasse dans la mort de Soliman (Jérusalem, ch. XX, st. 105). La crainte et l'irrésolution du prince rutule correspondent à la terreur d'Hector lorsqu'il voit sa lance repoussée par le bouclier d'Achille , et qu'il n'aperçoit plus son frère Déiphobe : Η ρα, και αμπεπαλών προΐει δολιχόσκιον έγχος, και βάλε Πηλείδαο μέσον σάκος, ουδ' αφάμαρτεν τηλε δ' απεπλάγχθη σάκεος δόρυ. χώσατο δ' “Εκτωρ όττι ρα οι βέλος ωκύ ετώσιoν έκφυγε χειρός στη δε κατηφήσας, ουδ' άλλ' έχε μείλινον έγχος: Δηίφοβον δ' εκάλει λευκάσπιδα, μακρόν αύσας, ήτεέ μιν δόρυ μακρόν: ο δ' ούτι οι εγγύθεν ήεν. II. XXII , ν. 289. * Cunctanti telum Aneas fatale coruscat, 920Sortitus fortunam oculis, et corpore toto Eminùs intorquet : murali concita nunquam Mons circum, et vocem latè nemora alta remitunt. 930Ille humilissupplexque, oculos dextramque precantem Protendens : « Equidem merui, nec deprecor , inquit; Anchises genitor , Dauni miserere seneclæ ; AEneas , volvens oculos, dextramque repressit. 340 Et jam jamque magis cunctantem flectere sermo Coeperat, infelix humers cùm apparuit ingens Immolat, et poenam scelerato ex sanguine sumit. » 950 Hoc dicens, ferrum adverso sub pectore condit Fervidus :ast illi solvuntur frigore membra, Hector, après les vers que nous venons de citer , fond sur Achille l'épée à la main; celui-ci le blesse de sa lance; Hector tombe, et adresse comme Turnus sa dernière prière à son vainqueur : Ωρμήθη δ' Αχιλεύς , μένεος δ' εμπλήσατο θυμόν αγρίου» πρόσθεν δε σάκος στέρνοιo κάλυψεν καλόν, δαιδάλεον κόρυθι δ' επένευε φαεινή, τετραφάλω καλαι δε περίσσείοντο έθειραι χρύσεαι, ας "Ηφαιστος ίει λόφον αμφί 9αμειάς. οίος δ' αστήρ είσι μετ' άστρασι νυκτός αμολγώ Εσπερος, ός κάλλιστος εν ουρανώ ίσταται αστήρ Etudes grecq. III Partie. 26 ως αιχμής απέλαμπ’ ευήκεος, ήν άρ' Αχιλλεύς πάλλεν δεξιτερή, φρονέων κακόν “Έκτορι δίω, εισορόων χρόα καλόν, όπη είξειε μάλιστα. του δε και άλλα τόσον μεν έχε χρόα χάλκεα τεύχη, καλά, τα Πατρόκλοιο βίον ενάριξε κατακτάς φαίνετο δ', ή κληίδες απ' ώμων αυχέν’ έχουσιν, λαυκανίην, ίνα τε ψυχής ώκιστος όλεθρος τη δ' επί οι μεμαώτ’ έλασ’ έγχεϊ διος Αχιλλεύς: αντικρύ δ' απαλοίο δι' αυχένος ήλυθ' ακακή. ουδ' άρ' απ’ ασφάραγον μελίη τάμε χαλκοβάρεια, όφρα τί μιν προτιείπoι αμειβόμενος επέεσσιν. ήριπε δ' εν κονίης: ο δ' επεύξατο διος 'Αχιλλεύς. τον δ' ολιγοδρανέων προσέφη κορυδαίολος Έκτωρ" Λίσσομ' υπέρ ψυχής , και γούνων, σών τε τοκήων, μή με έα παρά νηυσι κύνας καταδάψαι Αχαιών: αλλά συ μεν χαλκόν τε άλις χρυσόν το δέδεξo, δώρα, τα του δώσουσι πατήρ και πότνια μήτηρ σώμα δε οίκαδ' εμόν δόμεναι πάλιν, όφρα πυρός με Τρώες και Τρώων άλοχοι λελάχωσι θανόντα!» IL. XXII, ν. 312 et 337. Virgile a ajouté ce trait de l'admirable entrevue de Priam et d'Achille : Μνήσαι πατρός σοίο, θεοίς επιείκελ’ Αχιλλεύ. IL. XXIV, ν. 488. Enée, fidèle à son caractère, a compassion d'un ennemi vaincu; il est prêt à lui laisser la vie, comme Ménélas à Adrasle (11. VI, v. 51). Mais la vue du baudrier de Pallas rallume sa juste indignation ; il reprend envers son ennemi toute l'inflexibilité d'Achille voyant Hector revêtu de l'armure sanglante de Patrocle: Εκτορ, ατάρ που έφης, Πατροκλή’ εξεναρίζων, σως έσσεσθ', εμέ δ' ουδεν οπίζεο νόσφιν εόντα. νήπιε! τoίo δ' άνευθεν αοσσιτήρ μέγ' αμείνων νηυσίν έπι γλαφυρήσιν εγώ μετόπισθε λελείμμην, ός του γούνατ' έλυσα: σε μεν κύνες ήδ' οιωνοί ελκήσουσ' αϊκώς και τον δε κτεριούσιν Αχαιοί. IL. XXII, ν. 331, Enée frappe le coup fatal, et l'âme de 'Turnus s'échappe comme celle d'Hector annonçant à Achile la vengeance d'Apollon : Ως άρα μιν ειπόντα τέλος θανάτοιο κάλυψεν ψυχή δ' εκ ρεθέων πταμένη άϊδόσδε βεβήκει, δν πότμον γοόωσα, λιπούσ’ αγροτητα και ήβην. IL. XXII, v. 361, |